Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προδιεξέρχομαι
προδιεργάζομαι
προδιερευνάω
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιηγέομαι
προδιήγησις
πρόδικος
προδιοικέω
προδιομολογέομαι
προδιώκω
προδοκέω
προδοκή
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδοσία
πρόδοσις
προδότης
προδοτικός
προδότις
View word page
προδιώκω
προδιώκω fut. -ώξομαι to pursue further or to a distance, Thuc., Xen.
ShortDef
to pursue further
Debugging
Headword:
προδιώκω
Headword (normalized):
προδιώκω
Headword (normalized/stripped):
προδιωκω
IDX:
27442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27474
Key:
prodiw/kw
Data
{'content': 'προδιώκω\n fut. -ώξομαι\n to pursue further or to a distance, Thuc., Xen.', 'key': 'prodiw/kw'}