Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεργάζομαι
προδιερευνάω
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιηγέομαι
προδιήγησις
πρόδικος
προδιοικέω
προδιομολογέομαι
προδιώκω
προδοκέω
προδοκή
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδοσία
πρόδοσις
προδότης
προδοτικός
View word page
προδιομολογέομαι
προδιομολογέομαι fut. ήσομαι Dep. to grant beforehand:—Pass. to be granted on both sides beforehand, Arist.

ShortDef

to grant beforehand

Debugging

Headword:
προδιομολογέομαι
Headword (normalized):
προδιομολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιομολογεομαι
IDX:
27441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27473
Key:
prodiomologe/omai

Data

{'content': 'προδιομολογέομαι\n fut. ήσομαι\n Dep. to grant beforehand:—Pass. to be granted on both sides beforehand, Arist.', 'key': 'prodiomologe/omai'}