Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προδιδάσκω
προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεργάζομαι
προδιερευνάω
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιηγέομαι
προδιήγησις
πρόδικος
προδιοικέω
προδιομολογέομαι
προδιώκω
προδοκέω
προδοκή
πρόδομος
πρόδομος2
προδοξάζω
προδοσία
πρόδοσις
προδότης
View word page
προδιοικέω
προδιοικέω fut. ήσω to regulate, order, govern, manage beforehand, Dem.: Mid. in act. sense, Aeschin.

ShortDef

to regulate, order, govern, manage beforehand

Debugging

Headword:
προδιοικέω
Headword (normalized):
προδιοικέω
Headword (normalized/stripped):
προδιοικεω
IDX:
27440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27472
Key:
prodioike/w

Data

{'content': 'προδιοικέω\n fut. ήσω\n to regulate, order, govern, manage beforehand, Dem.: Mid. in act. sense, Aeschin.', 'key': 'prodioike/w'}