Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προδιαίτησις
προδιαλέγομαι
προδιασύρω
προδιαφθείρω
προδιαχωρέω
προδιδάσκω
προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεργάζομαι
προδιερευνάω
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιηγέομαι
προδιήγησις
πρόδικος
προδιοικέω
προδιομολογέομαι
προδιώκω
προδοκέω
προδοκή
πρόδομος
View word page
προδιερευνητής
προδιερευνητής προδιερευνητής, οῦ, ὁ, one sent before to search, Xen.
ShortDef
one sent before to search
Debugging
Headword:
προδιερευνητής
Headword (normalized):
προδιερευνητής
Headword (normalized/stripped):
προδιερευνητης
IDX:
27435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27467
Key:
prodiereunhth/s
Data
{'content': 'προδιερευνητής\n προδιερευνητής, οῦ, ὁ,\n one sent before to search, Xen.', 'key': 'prodiereunhth/s'}