Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προδιαβάλλω
προδιαγιγνώσκω
προδιαίτησις
προδιαλέγομαι
προδιασύρω
προδιαφθείρω
προδιαχωρέω
προδιδάσκω
προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεργάζομαι
προδιερευνάω
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιηγέομαι
προδιήγησις
πρόδικος
προδιοικέω
προδιομολογέομαι
προδιώκω
προδοκέω
View word page
προδιεργάζομαι
προδιεργάζομαι fut. -άσομαι perf. -δι-είργασμαι Dep.: to work or mould beforehand, Arist.

ShortDef

to work

Debugging

Headword:
προδιεργάζομαι
Headword (normalized):
προδιεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιεργαζομαι
IDX:
27433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27465
Key:
prodierga/zomai

Data

{'content': 'προδιεργάζομαι\n fut. -άσομαι\n perf. -δι-είργασμαι\n Dep.: to work or mould beforehand, Arist.', 'key': 'prodierga/zomai'}