Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προδιαβαίνω
προδιαβάλλω
προδιαγιγνώσκω
προδιαίτησις
προδιαλέγομαι
προδιασύρω
προδιαφθείρω
προδιαχωρέω
προδιδάσκω
προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεργάζομαι
προδιερευνάω
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιηγέομαι
προδιήγησις
πρόδικος
προδιοικέω
προδιομολογέομαι
προδιώκω
View word page
προδιεξέρχομαι
προδιεξέρχομαι Dep. to go out through before, Xen.: —metaph. to go through before, τι Aeschin.

ShortDef

to go out through before

Debugging

Headword:
προδιεξέρχομαι
Headword (normalized):
προδιεξέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιεξερχομαι
IDX:
27432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27464
Key:
prodiece/rxomai

Data

{'content': 'προδιεξέρχομαι\n Dep. to go out through before, Xen.: —metaph. to go through before, τι Aeschin.', 'key': 'prodiece/rxomai'}