Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προδέκτωρ
προδέρκομαι
πρόδηλος
προδηλόω
προδήλωσις
προδιαβαίνω
προδιαβάλλω
προδιαγιγνώσκω
προδιαίτησις
προδιαλέγομαι
προδιασύρω
προδιαφθείρω
προδιαχωρέω
προδιδάσκω
προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεργάζομαι
προδιερευνάω
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
προδιηγέομαι
View word page
προδιασύρω
προδιασύρω fut. -συρῶ to pull in pieces or ridicule beforehand, Arist.

ShortDef

to pull in pieces

Debugging

Headword:
προδιασύρω
Headword (normalized):
προδιασύρω
Headword (normalized/stripped):
προδιασυρω
IDX:
27427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27459
Key:
prodiasu/rw

Data

{'content': 'προδιασύρω\n fut. -συρῶ\n to pull in pieces or ridicule beforehand, Arist.', 'key': 'prodiasu/rw'}