Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προδειμαίνω
προδέκτωρ
προδέρκομαι
πρόδηλος
προδηλόω
προδήλωσις
προδιαβαίνω
προδιαβάλλω
προδιαγιγνώσκω
προδιαίτησις
προδιαλέγομαι
προδιασύρω
προδιαφθείρω
προδιαχωρέω
προδιδάσκω
προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεργάζομαι
προδιερευνάω
προδιερευνητής
προδιέρχομαι
View word page
προδιαλέγομαι
προδιαλέγομαι Mid., with aor1 pass., to speak or converse beforehand, Isocr.
ShortDef
to speak or converse beforehand
Debugging
Headword:
προδιαλέγομαι
Headword (normalized):
προδιαλέγομαι
Headword (normalized/stripped):
προδιαλεγομαι
IDX:
27426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27458
Key:
prodiale/gomai
Data
{'content': 'προδιαλέγομαι\n Mid., with aor1 pass., to speak or converse beforehand, Isocr.', 'key': 'prodiale/gomai'}