Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προδείδω
προδείελος
προδείκνυμι
προδειμαίνω
προδέκτωρ
προδέρκομαι
πρόδηλος
προδηλόω
προδήλωσις
προδιαβαίνω
προδιαβάλλω
προδιαγιγνώσκω
προδιαίτησις
προδιαλέγομαι
προδιασύρω
προδιαφθείρω
προδιαχωρέω
προδιδάσκω
προδίδωμι
προδιεξέρχομαι
προδιεργάζομαι
View word page
προδιαβάλλω
προδιαβάλλω fut. -βαλῶ to raise prejudices against one beforehand, τινά Thuc.:—Pass. to have prejudices raised against one, Arist.
ShortDef
to raise prejudices against
Debugging
Headword:
προδιαβάλλω
Headword (normalized):
προδιαβάλλω
Headword (normalized/stripped):
προδιαβαλλω
IDX:
27423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27455
Key:
prodiaba/llw
Data
{'content': 'προδιαβάλλω\n fut. -βαλῶ\n to raise prejudices against one beforehand, τινά Thuc.:—Pass. to have prejudices raised against one, Arist.', 'key': 'prodiaba/llw'}