Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προγράφω
προγυμνάζω
προδαῆναι
προδανείζω
προδαπανάω
προδείδω
προδείελος
προδείκνυμι
προδειμαίνω
προδέκτωρ
προδέρκομαι
πρόδηλος
προδηλόω
προδήλωσις
προδιαβαίνω
προδιαβάλλω
προδιαγιγνώσκω
προδιαίτησις
προδιαλέγομαι
προδιασύρω
προδιαφθείρω
View word page
προδέρκομαι
προδέρκομαι Dep. to see beforehand, Aesch.

ShortDef

to see beforehand

Debugging

Headword:
προδέρκομαι
Headword (normalized):
προδέρκομαι
Headword (normalized/stripped):
προδερκομαι
IDX:
27418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27450
Key:
prode/rkomai

Data

{'content': 'προδέρκομαι\n Dep. to see beforehand, Aesch.', 'key': 'prode/rkomai'}