Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προγιγνώσκω
πρόγνωσις
πρόγονος
πρόγραμμα
προγραφή
προγράφω
προγυμνάζω
προδαῆναι
προδανείζω
προδαπανάω
προδείδω
προδείελος
προδείκνυμι
προδειμαίνω
προδέκτωρ
προδέρκομαι
πρόδηλος
προδηλόω
προδήλωσις
προδιαβαίνω
προδιαβάλλω
View word page
προδείδω
προδείδω fut. σω to fear prematurely, Soph.

ShortDef

to fear prematurely

Debugging

Headword:
προδείδω
Headword (normalized):
προδείδω
Headword (normalized/stripped):
προδειδω
IDX:
27413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27445
Key:
prodei/dw

Data

{'content': 'προδείδω\n fut. σω\n to fear prematurely, Soph.', 'key': 'prodei/dw'}