Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προγεννήτωρ
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
πρόγνωσις
πρόγονος
πρόγραμμα
προγραφή
προγράφω
προγυμνάζω
προδαῆναι
προδανείζω
προδαπανάω
προδείδω
προδείελος
προδείκνυμι
προδειμαίνω
προδέκτωρ
προδέρκομαι
πρόδηλος
προδηλόω
προδήλωσις
View word page
προδανείζω
προδανείζω fut. σω to lend before or first, Plut.
ShortDef
to lend before
Debugging
Headword:
προδανείζω
Headword (normalized):
προδανείζω
Headword (normalized/stripped):
προδανειζω
IDX:
27411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27443
Key:
prodanei/zw
Data
{'content': 'προδανείζω\n fut. σω\n to lend before or first, Plut.', 'key': 'prodanei/zw'}