Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προγένειος
προγενής
προγεννήτωρ
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
πρόγνωσις
πρόγονος
πρόγραμμα
προγραφή
προγράφω
προγυμνάζω
προδαῆναι
προδανείζω
προδαπανάω
προδείδω
προδείελος
προδείκνυμι
προδειμαίνω
προδέκτωρ
προδέρκομαι
πρόδηλος
View word page
προγυμνάζω
προγυμνάζω fut. σω to exercise or train beforehand, Luc.

ShortDef

to exercise

Debugging

Headword:
προγυμνάζω
Headword (normalized):
προγυμνάζω
Headword (normalized/stripped):
προγυμναζω
IDX:
27409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27441
Key:
progumna/zw

Data

{'content': 'προγυμνάζω\n fut. σω\n to exercise or train beforehand, Luc.', 'key': 'progumna/zw'}