Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προβουλόπαις
πρόβουλος
προβύω
προβώμιος
προγαργαλίζω
προγαστρίδιον
προγάστωρ
προγένειος
προγενής
προγεννήτωρ
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
πρόγνωσις
πρόγονος
πρόγραμμα
προγραφή
προγράφω
προγυμνάζω
προδαῆναι
προδανείζω
προδαπανάω
View word page
προγίγνομαι
προγίγνομαι Ionic and later -γίνομαι fut. -γενήσομαι aor2 -προὐγενόμην perf. προγέγονα and -γεγένημαι Dep. to come forwards, τάχα προγένοντο quickly they came in sight, Il. to be born before, exist before, Hdt.; οἱ προγεγονότες θεοί Hdt.; οἱ πρ. ἄνθρωποι former men, and οἱ προγεγενημένοι Xen. of events and the like, ταῦτά μοι προὐγεγόνει Plat.; τὰ προγεγενημένα things of old time, Thuc.; προγεγενημένοι πόλεμοι, καιροί Thuc.

ShortDef

to come forwards; to be born before, to happen before

Debugging

Headword:
προγίγνομαι
Headword (normalized):
προγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
προγιγνομαι
IDX:
27402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27434
Key:
progi/gnomai

Data

{'content': 'προγίγνομαι\n Ionic and later -γίνομαι\n fut. -γενήσομαι\n aor2 -προὐγενόμην\n perf. προγέγονα\n and -γεγένημαι\n Dep. to come forwards, τάχα προγένοντο quickly they came in sight, Il.\n to be born before, exist before, Hdt.; οἱ προγεγονότες θεοί Hdt.; οἱ πρ. ἄνθρωποι former men, and οἱ προγεγενημένοι Xen.\n of events and the like, ταῦτά μοι προὐγεγόνει Plat.; τὰ προγεγενημένα things of old time, Thuc.; προγεγενημένοι πόλεμοι, καιροί Thuc.', 'key': 'progi/gnomai'}