Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προβουλεύω
προβουλή
προβουλόπαις
πρόβουλος
προβύω
προβώμιος
προγαργαλίζω
προγαστρίδιον
προγάστωρ
προγένειος
προγενής
προγεννήτωρ
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
πρόγνωσις
πρόγονος
πρόγραμμα
προγραφή
προγράφω
προγυμνάζω
προδαῆναι
View word page
προγενής
προγενής προ-γενής, ές γίγνομαι born before, primaeval, Soph.: —comp. προγενέστερος earlier in birth, i. e. older, Hom.; οἱ πρ. our predecessors, Arist.:—Sup. προγενέστατος, eldest-born, Hhymn.

ShortDef

born before, primaeval

Debugging

Headword:
προγενής
Headword (normalized):
προγενής
Headword (normalized/stripped):
προγενης
IDX:
27400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27432
Key:
progenh/s

Data

{'content': 'προγενής\n προ-γενής, ές\n γίγνομαι\n born before, primaeval, Soph.: —comp. προγενέστερος earlier in birth, i. e. older, Hom.; οἱ πρ. our predecessors, Arist.:—Sup. προγενέστατος, eldest-born, Hhymn.', 'key': 'progenh/s'}