Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προβούλευμα
προβουλεύω
προβουλή
προβουλόπαις
πρόβουλος
προβύω
προβώμιος
προγαργαλίζω
προγαστρίδιον
προγάστωρ
προγένειος
προγενής
προγεννήτωρ
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
πρόγνωσις
πρόγονος
πρόγραμμα
προγραφή
προγράφω
προγυμνάζω
View word page
προγένειος
προγένειος προ-γένειος, ον, γένειον with prominent chin, long-chinned, Theocr.

ShortDef

with prominent chin, long-chinned

Debugging

Headword:
προγένειος
Headword (normalized):
προγένειος
Headword (normalized/stripped):
προγενειος
IDX:
27399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27431
Key:
proge/neios

Data

{'content': 'προγένειος\n προ-γένειος, ον,\n γένειον\n with prominent chin, long-chinned, Theocr.', 'key': 'proge/neios'}