Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προβοσκός
προβούλευμα
προβουλεύω
προβουλή
προβουλόπαις
πρόβουλος
προβύω
προβώμιος
προγαργαλίζω
προγαστρίδιον
προγάστωρ
προγένειος
προγενής
προγεννήτωρ
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
πρόγνωσις
πρόγονος
πρόγραμμα
προγραφή
προγράφω
View word page
προγάστωρ
προγάστωρ προ-γάστωρ, ορος, ὁ, ἡ, γαστήρ fat-paunch, Anth.

ShortDef

pot-bellied

Debugging

Headword:
προγάστωρ
Headword (normalized):
προγάστωρ
Headword (normalized/stripped):
προγαστωρ
IDX:
27398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27430
Key:
proga/stwr

Data

{'content': 'προγάστωρ\n προ-γάστωρ, ορος, ὁ, ἡ,\n γαστήρ\n fat-paunch, Anth.', 'key': 'proga/stwr'}