Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνεπαίσχυντος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδιτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπιβούλευτος
ἀνεπίγραφος
ἀνεπίδικος
ἀνεπιείκεια
ἀνεπιεικής
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίληπτος
ἀνεπίμικτος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπλεκτος
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίτακτος
ἀνεπιτήδειος
ἀνεπιτήδευτος
View word page
ἀνεπίληπτος
ἀνεπίληπτος not open to attack, not censured, blameless, Eur., Thuc.: adv. -τως, Xen.

ShortDef

not open to attack, not censured, blameless

Debugging

Headword:
ἀνεπίληπτος
Headword (normalized):
ἀνεπίληπτος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιληπτος
IDX:
2742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2743
Key:
a)nepi/lhptos

Data

{'content': 'ἀνεπίληπτος\n not open to attack, not censured, blameless, Eur., Thuc.: adv. -τως, Xen.', 'key': 'a)nepi/lhptos'}