Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρόβολος
προβοσκίς
προβοσκός
προβούλευμα
προβουλεύω
προβουλή
προβουλόπαις
πρόβουλος
προβύω
προβώμιος
προγαργαλίζω
προγαστρίδιον
προγάστωρ
προγένειος
προγενής
προγεννήτωρ
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
πρόγνωσις
πρόγονος
πρόγραμμα
View word page
προγαργαλίζω
προγαργαλίζω fut. σω (sub. ἑαυτόν) to prepare oneself for tickling, Arist.
ShortDef
to prepare oneself for tickling
Debugging
Headword:
προγαργαλίζω
Headword (normalized):
προγαργαλίζω
Headword (normalized/stripped):
προγαργαλιζω
IDX:
27396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27428
Key:
progargali/zw
Data
{'content': 'προγαργαλίζω\n fut. σω\n (sub. ἑαυτόν) to prepare oneself for tickling, Arist.', 'key': 'progargali/zw'}