Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόβλητος
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
προβολή
προβόλιον
πρόβολος
προβοσκίς
προβοσκός
προβούλευμα
προβουλεύω
προβουλή
προβουλόπαις
πρόβουλος
προβύω
προβώμιος
προγαργαλίζω
προγαστρίδιον
προγάστωρ
προγένειος
View word page
προβούλευμα
προβούλευμα προβούλευμα, ατος, τό, at Athens, a preliminary order of the senate, Dem., Aeschin.

ShortDef

a preliminary order of the senate

Debugging

Headword:
προβούλευμα
Headword (normalized):
προβούλευμα
Headword (normalized/stripped):
προβουλευμα
IDX:
27389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27421
Key:
probou/leuma

Data

{'content': 'προβούλευμα\n προβούλευμα, ατος, τό,\n at Athens, a preliminary order of the senate, Dem., Aeschin.', 'key': 'probou/leuma'}