Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπαίσχυντος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδιτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπιβούλευτος
ἀνεπίγραφος
ἀνεπίδικος
ἀνεπιείκεια
ἀνεπιεικής
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίληπτος
ἀνεπίμικτος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπλεκτος
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίτακτος
ἀνεπιτήδειος
View word page
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίκλητος ἐπικαλέω unaccused, unblamed, Xen. without preferring any charge:— adv. -τως, Thuc.
ShortDef
unaccused, unblamed
Debugging
Headword:
ἀνεπίκλητος
Headword (normalized):
ἀνεπίκλητος
Headword (normalized/stripped):
ανεπικλητος
IDX:
2741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2742
Key:
a)nepi/klhtos
Data
{'content': 'ἀνεπίκλητος\n ἐπικαλέω\n unaccused, unblamed, Xen.\n without preferring any charge:— adv. -τως, Thuc.', 'key': 'a)nepi/klhtos'}