Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόβλημα
προβληματώδης
προβλής
πρόβλητος
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
προβολή
προβόλιον
πρόβολος
προβοσκίς
προβοσκός
προβούλευμα
προβουλεύω
προβουλή
προβουλόπαις
πρόβουλος
προβύω
προβώμιος
προγαργαλίζω
View word page
πρόβολος
πρόβολος πρόβολος, ου, προβάλλω anything that projects: a jutting rock, foreland, Od.:—metaph. a rock in the path, an obstacle, Dem.; λιμένας προβόλων ἐμπλῆσαι Dem.; πρόβολοι ξύλων projecting barriers of wood, Plut. a defence, bulwark, Xen.: of a person, a shield, guardian, Ar. a hunting-spear, Hdt.; cf. προβόλαιος.

ShortDef

outcrop, bulwark
eligible for nomination

Debugging

Headword:
πρόβολος
Headword (normalized):
πρόβολος
Headword (normalized/stripped):
προβολος
IDX:
27386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27418
Key:
pro/bolos1

Data

{'content': 'πρόβολος\n πρόβολος, ου,\n προβάλλω\n anything that projects: \n a jutting rock, foreland, Od.:—metaph. a rock in the path, an obstacle, Dem.; λιμένας προβόλων ἐμπλῆσαι Dem.; πρόβολοι ξύλων projecting barriers of wood, Plut.\n a defence, bulwark, Xen.: of a person, a shield, guardian, Ar.\n a hunting-spear, Hdt.; cf. προβόλαιος.', 'key': 'pro/bolos1'}