Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προβλέπω
πρόβλημα
προβληματώδης
προβλής
πρόβλητος
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
προβολή
προβόλιον
πρόβολος
προβοσκίς
προβοσκός
προβούλευμα
προβουλεύω
προβουλή
προβουλόπαις
πρόβουλος
προβύω
προβώμιος
View word page
προβόλιον
προβόλιον προβόλιον, ου, τό, Dim. of πρόβολος II a boar-spear, Xen.

ShortDef

a boar-spear

Debugging

Headword:
προβόλιον
Headword (normalized):
προβόλιον
Headword (normalized/stripped):
προβολιον
IDX:
27385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27417
Key:
probo/lion

Data

{'content': 'προβόλιον\n προβόλιον, ου, τό,\n Dim. of πρόβολος II\n a boar-spear, Xen.', 'key': 'probo/lion'}