Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προβιάζομαι
προβιβάζω
προβλέπω
πρόβλημα
προβληματώδης
προβλής
πρόβλητος
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
προβολή
προβόλιον
πρόβολος
προβοσκίς
προβοσκός
προβούλευμα
προβουλεύω
προβουλή
προβουλόπαις
πρόβουλος
View word page
προβόλαιος
προβόλαιος προβόλαιος, ον, held out before one, levelled, couched, of a spear, Theocr.: ὁ πρ., alone, a spear, ap. Hdt.

ShortDef

held out before

Debugging

Headword:
προβόλαιος
Headword (normalized):
προβόλαιος
Headword (normalized/stripped):
προβολαιος
IDX:
27383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27415
Key:
probo/laios

Data

{'content': 'προβόλαιος\n προβόλαιος, ον,\n held out before one, levelled, couched, of a spear, Theocr.: ὁ πρ., alone, a spear, ap. Hdt.', 'key': 'probo/laios'}