Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβλέπω
πρόβλημα
προβληματώδης
προβλής
πρόβλητος
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
προβολή
προβόλιον
πρόβολος
προβοσκίς
προβοσκός
προβούλευμα
προβουλεύω
προβουλή
προβουλόπαις
View word page
προβοηθέω
προβοηθέω Ionic -βωθέω fut. ήσω to hasten to aid before, προβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Hdt.
ShortDef
to hasten to aid before
Debugging
Headword:
προβοηθέω
Headword (normalized):
προβοηθέω
Headword (normalized/stripped):
προβοηθεω
IDX:
27382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27414
Key:
probohqe/w
Data
{'content': 'προβοηθέω\n Ionic -βωθέω\n fut. ήσω\n to hasten to aid before, προβωθῆσαι ἐς τὴν Βοιωτίην Hdt.', 'key': 'probohqe/w'}