Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προβέβουλα
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβλέπω
πρόβλημα
προβληματώδης
προβλής
πρόβλητος
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
προβολή
προβόλιον
πρόβολος
προβοσκίς
προβοσκός
προβούλευμα
προβουλεύω
προβουλή
View word page
προβοάω
προβοάω to shout before, cry aloud, Il., Soph.
ShortDef
to shout before, cry aloud
Debugging
Headword:
προβοάω
Headword (normalized):
προβοάω
Headword (normalized/stripped):
προβοαω
IDX:
27381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27413
Key:
proboa/w
Data
{'content': 'προβοάω\n to shout before, cry aloud, Il., Soph.', 'key': 'proboa/w'}