Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προβατοπώλης
προβέβουλα
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβλέπω
πρόβλημα
προβληματώδης
προβλής
πρόβλητος
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
προβολή
προβόλιον
πρόβολος
προβοσκίς
προβοσκός
προβούλευμα
προβουλεύω
View word page
προβλώσκω
προβλώσκω Epic inf. -βλωσκέμεν aor2 inf. προμολεῖν to go or come forth, to go out of the house, Hom.

ShortDef

to go

Debugging

Headword:
προβλώσκω
Headword (normalized):
προβλώσκω
Headword (normalized/stripped):
προβλωσκω
IDX:
27380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27412
Key:
problw/skw

Data

{'content': 'προβλώσκω\n Epic inf. -βλωσκέμεν\n aor2 inf. προμολεῖν\n to go or come forth, to go out of the house, Hom.', 'key': 'problw/skw'}