Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνέορτος
ἀνεπαίσθητος
ἀνεπαίσχυντος
ἀνέπαφος
ἀνεπαφρόδιτος
ἀνεπαχθής
ἀνεπιβούλευτος
ἀνεπίγραφος
ἀνεπίδικος
ἀνεπιείκεια
ἀνεπιεικής
ἀνεπίκλητος
ἀνεπίληπτος
ἀνεπίμικτος
ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπλεκτος
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίτακτος
View word page
ἀνεπιεικής
ἀνεπιεικής unreasonable, unfair, Thuc.
ShortDef
unreasonable, unfair
Debugging
Headword:
ἀνεπιεικής
Headword (normalized):
ἀνεπιεικής
Headword (normalized/stripped):
ανεπιεικης
IDX:
2740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2741
Key:
a)nepieikh/s
Data
{'content': 'ἀνεπιεικής\n unreasonable, unfair, Thuc.', 'key': 'a)nepieikh/s'}