Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προβατογνώμων
προβατοκάπηλος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβέβουλα
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβλέπω
πρόβλημα
προβληματώδης
προβλής
πρόβλητος
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
προβολή
προβόλιον
πρόβολος
προβοσκίς
View word page
προβληματώδης
προβληματώδης προβλημᾰτ-ώδης, ες εἶδος problematical, Plut.
ShortDef
problematical
Debugging
Headword:
προβληματώδης
Headword (normalized):
προβληματώδης
Headword (normalized/stripped):
προβληματωδης
IDX:
27377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27409
Key:
problhmatw/dhs
Data
{'content': 'προβληματώδης\n προβλημᾰτ-ώδης, ες\n εἶδος\n problematical, Plut.', 'key': 'problhmatw/dhs'}