Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προβατεύω
προβατικός
προβάτιον
προβατογνώμων
προβατοκάπηλος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβέβουλα
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβλέπω
πρόβλημα
προβληματώδης
προβλής
πρόβλητος
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
προβολή
View word page
προβιβάζω
προβιβάζω fut. Attic -βιβῶ Causal of προβαίνω to make step forward, lead forward, lead on, τινά Soph., Ar., etc.:— to lead on, induce, λόγῳ τινὰ πρ. Xen. to push forward, advance, to exalt, τὴν πατρίδα Polyb. to teach beforehand, τινά τι LXX.:— Pass., prob. in NTest.

ShortDef

to make step forward, lead forward, lead on

Debugging

Headword:
προβιβάζω
Headword (normalized):
προβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
προβιβαζω
IDX:
27374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27406
Key:
probiba/zw

Data

{'content': 'προβιβάζω\n fut. Attic -βιβῶ\n Causal of προβαίνω\n to make step forward, lead forward, lead on, τινά Soph., Ar., etc.:— to lead on, induce, λόγῳ τινὰ πρ. Xen.\n to push forward, advance, to exalt, τὴν πατρίδα Polyb.\n to teach beforehand, τινά τι LXX.:— Pass., prob. in NTest.', 'key': 'probiba/zw'}