Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προβατευτικός
προβατεύω
προβατικός
προβάτιον
προβατογνώμων
προβατοκάπηλος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβέβουλα
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβλέπω
πρόβλημα
προβληματώδης
προβλής
πρόβλητος
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
View word page
προβιάζομαι
προβιάζομαι Dep. to force a measure through, Aeschin.
ShortDef
to force
Debugging
Headword:
προβιάζομαι
Headword (normalized):
προβιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προβιαζομαι
IDX:
27373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27405
Key:
probia/zomai
Data
{'content': 'προβιάζομαι\n Dep. to force a measure through, Aeschin.', 'key': 'probia/zomai'}