Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόβασις
προβατεία
προβατευτικός
προβατεύω
προβατικός
προβάτιον
προβατογνώμων
προβατοκάπηλος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβέβουλα
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβλέπω
πρόβλημα
προβληματώδης
προβλής
πρόβλητος
προβλώσκω
προβοάω
View word page
προβέβουλα
προβέβουλα an isolated poet. perf. 2 (προβούλομαι does not occur) to prefer one to another, τινά τινος Il.

ShortDef

to prefer

Debugging

Headword:
προβέβουλα
Headword (normalized):
προβέβουλα
Headword (normalized/stripped):
προβεβουλα
IDX:
27371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27403
Key:
probe/boula

Data

{'content': 'προβέβουλα\n an isolated poet. perf. 2 (προβούλομαι does not occur)\n to prefer one to another, τινά τινος Il.', 'key': 'probe/boula'}