Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προβασανίζω
πρόβασις
προβατεία
προβατευτικός
προβατεύω
προβατικός
προβάτιον
προβατογνώμων
προβατοκάπηλος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβέβουλα
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβλέπω
πρόβλημα
προβληματώδης
προβλής
πρόβλητος
προβλώσκω
View word page
προβατοπώλης
προβατοπώλης προβᾰτο-πώλης, ου, ὁ, πωλέω a sheep-dealer, Ar.
ShortDef
a sheep-dealer
Debugging
Headword:
προβατοπώλης
Headword (normalized):
προβατοπώλης
Headword (normalized/stripped):
προβατοπωλης
IDX:
27370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27402
Key:
probatopw/lhs
Data
{'content': 'προβατοπώλης\n προβᾰτο-πώλης, ου, ὁ,\n πωλέω\n a sheep-dealer, Ar.', 'key': 'probatopw/lhs'}