Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγρειοσύνη
ἀγρεῖφνα
ἀγρέμιον
ἄγρευμα
ἀγρεύς
ἀγρευτής
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἀγριαίνω
ἀγριάς
ἀγριέλαιος
ἀγριοποιός
ἄγριος
ἀγριότης
ἀγριόφωνος
ἀγριόω
ἀγριωπός
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
View word page
ἀγριέλαιος
ἀγριέλαιος ἐλαία of a wild olive, Anth. as Subst. a wild olive, Lat. oleaster, Theocr., NTest.

ShortDef

of a wild olive

Debugging

Headword:
ἀγριέλαιος
Headword (normalized):
ἀγριέλαιος
Headword (normalized/stripped):
αγριελαιος
IDX:
274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n274
Key:
a)grie/laios

Data

{'content': 'ἀγριέλαιος\n ἐλαία\n of a wild olive, Anth.\n as Subst. a wild olive, Lat. oleaster, Theocr., NTest.', 'key': 'a)grie/laios'}