Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προβαίνω
προβακχήϊος
προβάλλω
προβασανίζω
πρόβασις
προβατεία
προβατευτικός
προβατεύω
προβατικός
προβάτιον
προβατογνώμων
προβατοκάπηλος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβέβουλα
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβλέπω
πρόβλημα
προβληματώδης
View word page
προβατογνώμων
προβατογνώμων προβᾰτο-γνώμων, ον, a good judge of sheep: metaph. a good judge of character, Aesch.

ShortDef

a good judge of sheep

Debugging

Headword:
προβατογνώμων
Headword (normalized):
προβατογνώμων
Headword (normalized/stripped):
προβατογνωμων
IDX:
27367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27399
Key:
probatognw/mwn

Data

{'content': 'προβατογνώμων\n προβᾰτο-γνώμων, ον,\n a good judge of sheep: metaph. a good judge of character, Aesch.', 'key': 'probatognw/mwn'}