Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προβάδην
προβαίνω
προβακχήϊος
προβάλλω
προβασανίζω
πρόβασις
προβατεία
προβατευτικός
προβατεύω
προβατικός
προβάτιον
προβατογνώμων
προβατοκάπηλος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβέβουλα
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβλέπω
πρόβλημα
View word page
προβάτιον
προβάτιον προβάτιον, ου, τό, Dim. of πρόβατον a little sheep, Lat. ovicula, Ar., Plat.; cf. πρόβατον.
ShortDef
a little sheep
Debugging
Headword:
προβάτιον
Headword (normalized):
προβάτιον
Headword (normalized/stripped):
προβατιον
IDX:
27366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27398
Key:
proba/tion
Data
{'content': 'προβάτιον\n προβάτιον, ου, τό,\n Dim. of πρόβατον\n a little sheep, Lat. ovicula, Ar., Plat.; cf. πρόβατον.', 'key': 'proba/tion'}