Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προαφηγέομαι
προαφικνέομαι
προαφίσταμαι
προβάδην
προβαίνω
προβακχήϊος
προβάλλω
προβασανίζω
πρόβασις
προβατεία
προβατευτικός
προβατεύω
προβατικός
προβάτιον
προβατογνώμων
προβατοκάπηλος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβέβουλα
πρόβημα
προβιάζομαι
View word page
προβατευτικός
προβατευτικός προβᾰτευτικός, ή, όν of or for cattle:— ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of breeding or keeping sheep, Lat. pecuaria, Xen. from προβᾰτεύω
ShortDef
of or for cattle
Debugging
Headword:
προβατευτικός
Headword (normalized):
προβατευτικός
Headword (normalized/stripped):
προβατευτικος
IDX:
27363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27395
Key:
probateutiko/s
Data
{'content': 'προβατευτικός\n προβᾰτευτικός, ή, όν\n of or for cattle:— ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of breeding or keeping sheep, Lat. pecuaria, Xen.\n from προβᾰτεύω', 'key': 'probateutiko/s'}