Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προαύλιον
προαφηγέομαι
προαφικνέομαι
προαφίσταμαι
προβάδην
προβαίνω
προβακχήϊος
προβάλλω
προβασανίζω
πρόβασις
προβατεία
προβατευτικός
προβατεύω
προβατικός
προβάτιον
προβατογνώμων
προβατοκάπηλος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβέβουλα
πρόβημα
View word page
προβατεία
προβατεία προβᾰτεία, ἡ, προβατεύω a keeping of sheep, a shepherdʼs life, Plut. property in cattle, a flock of sheep, like the Homeric πρόβασις, Strab.

ShortDef

a keeping of sheep, a shepherd's life

Debugging

Headword:
προβατεία
Headword (normalized):
προβατεία
Headword (normalized/stripped):
προβατεια
IDX:
27362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27394
Key:
probatei/a

Data

{'content': 'προβατεία\n προβᾰτεία, ἡ,\n προβατεύω\n a keeping of sheep, a shepherdʼs life, Plut.\n property in cattle, a flock of sheep, like the Homeric πρόβασις, Strab.', 'key': 'probatei/a'}