προβαίνω
προβαίνω
fut. -βήσομαι
perf. -βέβηκα
Attic aor.2 προὔβην
Epic part. προβιβάς
to step on, step forward, advance, Hom., etc.:—as a mark of Time, ἄστρα προβέβηκε they are far gone in heaven, i. e. it is past midnight, Il.; ἡ νὺξ προβαίνει the night is wearing fast, Xen.; then of Time itself, τοῦ χρόνου προβαίνοντος as time went on, Hdt.; so, προβαίνοντος τοῦ ἔργου, τοῦ πολέμου Hdt.; and of persons, τοὺς προβεβηκότας τῇ ἡλικίᾳ advanced in age, Lys., etc.
metaph. of narrative, argument, events, προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου Hdt.; πρ. ἐπʼ ἔσχατον θράσους Soph.; τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται Eur.; πρ. πόρρω μοχθηρίας to be far gone in knavery, Xen.; πρ. εἰς τοῦτο ἔχθρας Dem.
to advance, proceed, προέβαινε τὸ ἔθνος ἄρχον the nation kept making advances in dominion, kept extending its sway, Hdt.; μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν lest it creep on, increase, Eur.
to go before, i. e. to be before or superior to another, c. gen., προβέβηκας ἁπάντων Il.; Τρηχῖνος προβέβηκε he was set over, i. e. ruled, Trachis, Hes.
c. acc. rei, to overstep, τέρμα προβάς (for ὑπερβάς) Pind.
in Poets, πόδα πρ. to advance the foot, Theogn.; τὸν πόδα Ar.; προβὰς κῶλον, ἀρβύλαν προβάς Eur.; v. βαίνω A. II. 3.
Causal, in fut. act., to put forward, advance, τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει [ᾱ]; Pind.
ShortDef
to step on, step forward, advance
Debugging
Headword (normalized):
προβαίνω
Headword (normalized/stripped):
προβαινω
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27389
Data
{'content': 'προβαίνω\n fut. -βήσομαι\n perf. -βέβηκα\n Attic aor.2 προὔβην\n Epic part. προβιβάς\n to step on, step forward, advance, Hom., etc.:—as a mark of Time, ἄστρα προβέβηκε they are far gone in heaven, i. e. it is past midnight, Il.; ἡ νὺξ προβαίνει the night is wearing fast, Xen.; then of Time itself, τοῦ χρόνου προβαίνοντος as time went on, Hdt.; so, προβαίνοντος τοῦ ἔργου, τοῦ πολέμου Hdt.; and of persons, τοὺς προβεβηκότας τῇ ἡλικίᾳ advanced in age, Lys., etc.\n metaph. of narrative, argument, events, προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου Hdt.; πρ. ἐπʼ ἔσχατον θράσους Soph.; τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται Eur.; πρ. πόρρω μοχθηρίας to be far gone in knavery, Xen.; πρ. εἰς τοῦτο ἔχθρας Dem.\n to advance, proceed, προέβαινε τὸ ἔθνος ἄρχον the nation kept making advances in dominion, kept extending its sway, Hdt.; μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν lest it creep on, increase, Eur.\n to go before, i. e. to be before or superior to another, c. gen., προβέβηκας ἁπάντων Il.; Τρηχῖνος προβέβηκε he was set over, i. e. ruled, Trachis, Hes.\n c. acc. rei, to overstep, τέρμα προβάς (for ὑπερβάς) Pind.\n in Poets, πόδα πρ. to advance the foot, Theogn.; τὸν πόδα Ar.; προβὰς κῶλον, ἀρβύλαν προβάς Eur.; v. βαίνω A. II. 3.\n Causal, in fut. act., to put forward, advance, τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει [ᾱ]; Pind.', 'key': 'probai/nw'}