Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προασκέω
προάστειον
προάστιον
προαυδάω
προαυλέω
προαύλιον
προαφηγέομαι
προαφικνέομαι
προαφίσταμαι
προβάδην
προβαίνω
προβακχήϊος
προβάλλω
προβασανίζω
πρόβασις
προβατεία
προβατευτικός
προβατεύω
προβατικός
προβάτιον
προβατογνώμων
View word page
προβαίνω
προβαίνω fut. -βήσομαι perf. -βέβηκα Attic aor.2 προὔβην Epic part. προβιβάς to step on, step forward, advance, Hom., etc.:—as a mark of Time, ἄστρα προβέβηκε they are far gone in heaven, i. e. it is past midnight, Il.; ἡ νὺξ προβαίνει the night is wearing fast, Xen.; then of Time itself, τοῦ χρόνου προβαίνοντος as time went on, Hdt.; so, προβαίνοντος τοῦ ἔργου, τοῦ πολέμου Hdt.; and of persons, τοὺς προβεβηκότας τῇ ἡλικίᾳ advanced in age, Lys., etc. metaph. of narrative, argument, events, προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου Hdt.; πρ. ἐπʼ ἔσχατον θράσους Soph.; τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται Eur.; πρ. πόρρω μοχθηρίας to be far gone in knavery, Xen.; πρ. εἰς τοῦτο ἔχθρας Dem. to advance, proceed, προέβαινε τὸ ἔθνος ἄρχον the nation kept making advances in dominion, kept extending its sway, Hdt.; μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν lest it creep on, increase, Eur. to go before, i. e. to be before or superior to another, c. gen., προβέβηκας ἁπάντων Il.; Τρηχῖνος προβέβηκε he was set over, i. e. ruled, Trachis, Hes. c. acc. rei, to overstep, τέρμα προβάς (for ὑπερβάς) Pind. in Poets, πόδα πρ. to advance the foot, Theogn.; τὸν πόδα Ar.; προβὰς κῶλον, ἀρβύλαν προβάς Eur.; v. βαίνω A. II. 3. Causal, in fut. act., to put forward, advance, τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει [ᾱ]; Pind.

ShortDef

to step on, step forward, advance

Debugging

Headword:
προβαίνω
Headword (normalized):
προβαίνω
Headword (normalized/stripped):
προβαινω
IDX:
27357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27389
Key:
probai/nw

Data

{'content': 'προβαίνω\n fut. -βήσομαι\n perf. -βέβηκα\n Attic aor.2 προὔβην\n Epic part. προβιβάς\n to step on, step forward, advance, Hom., etc.:—as a mark of Time, ἄστρα προβέβηκε they are far gone in heaven, i. e. it is past midnight, Il.; ἡ νὺξ προβαίνει the night is wearing fast, Xen.; then of Time itself, τοῦ χρόνου προβαίνοντος as time went on, Hdt.; so, προβαίνοντος τοῦ ἔργου, τοῦ πολέμου Hdt.; and of persons, τοὺς προβεβηκότας τῇ ἡλικίᾳ advanced in age, Lys., etc.\n metaph. of narrative, argument, events, προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου Hdt.; πρ. ἐπʼ ἔσχατον θράσους Soph.; τὸ τῆς τύχης ἀφανὲς οἷ προβήσεται Eur.; πρ. πόρρω μοχθηρίας to be far gone in knavery, Xen.; πρ. εἰς τοῦτο ἔχθρας Dem.\n to advance, proceed, προέβαινε τὸ ἔθνος ἄρχον the nation kept making advances in dominion, kept extending its sway, Hdt.; μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν lest it creep on, increase, Eur.\n to go before, i. e. to be before or superior to another, c. gen., προβέβηκας ἁπάντων Il.; Τρηχῖνος προβέβηκε he was set over, i. e. ruled, Trachis, Hes.\n c. acc. rei, to overstep, τέρμα προβάς (for ὑπερβάς) Pind.\n in Poets, πόδα πρ. to advance the foot, Theogn.; τὸν πόδα Ar.; προβὰς κῶλον, ἀρβύλαν προβάς Eur.; v. βαίνω A. II. 3.\n Causal, in fut. act., to put forward, advance, τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει [ᾱ]; Pind.', 'key': 'probai/nw'}