Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προαποφαίνω
προαποχωρέω
προαρπάζω
προασκέω
προάστειον
προάστιον
προαυδάω
προαυλέω
προαύλιον
προαφηγέομαι
προαφικνέομαι
προαφίσταμαι
προβάδην
προβαίνω
προβακχήϊος
προβάλλω
προβασανίζω
πρόβασις
προβατεία
προβατευτικός
προβατεύω
View word page
προαφικνέομαι
προαφικνέομαι fut. -ίξομαι Dep. to arrive first, Thuc.
ShortDef
to arrive first
Debugging
Headword:
προαφικνέομαι
Headword (normalized):
προαφικνέομαι
Headword (normalized/stripped):
προαφικνεομαι
IDX:
27354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27386
Key:
proafikne/omai
Data
{'content': 'προαφικνέομαι\n fut. -ίξομαι\n Dep. to arrive first, Thuc.', 'key': 'proafikne/omai'}