Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προαπόλλυμι
προαποπέμπω
προαποστέλλω
προαποσφάζω
προαποτρέπομαι
προαποφαίνω
προαποχωρέω
προαρπάζω
προασκέω
προάστειον
προάστιον
προαυδάω
προαυλέω
προαύλιον
προαφηγέομαι
προαφικνέομαι
προαφίσταμαι
προβάδην
προβαίνω
προβακχήϊος
προβάλλω
View word page
προάστιον
προάστιον προάστιον, ου, τό, = προάστειον, Soph.

ShortDef

suburb; house or estate in the suburbs

Debugging

Headword:
προάστιον
Headword (normalized):
προάστιον
Headword (normalized/stripped):
προαστιον
IDX:
27349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27381
Key:
proa/stion

Data

{'content': 'προάστιον\n προάστιον, ου, τό,\n = προάστειον, Soph.', 'key': 'proa/stion'}