Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπόλλυμι
προαποπέμπω
προαποστέλλω
προαποσφάζω
προαποτρέπομαι
προαποφαίνω
προαποχωρέω
προαρπάζω
προασκέω
προάστειον
προάστιον
προαυδάω
προαυλέω
προαύλιον
προαφηγέομαι
προαφικνέομαι
προαφίσταμαι
προβάδην
προβαίνω
View word page
προασκέω
προασκέω fut. ήσω to train or exercise before, Isocr.
ShortDef
to train
Debugging
Headword:
προασκέω
Headword (normalized):
προασκέω
Headword (normalized/stripped):
προασκεω
IDX:
27347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27379
Key:
proaske/w
Data
{'content': 'προασκέω\n fut. ήσω\n to train or exercise before, Isocr.', 'key': 'proaske/w'}