Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προαποκτείνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπόλλυμι
προαποπέμπω
προαποστέλλω
προαποσφάζω
προαποτρέπομαι
προαποφαίνω
προαποχωρέω
προαρπάζω
προασκέω
προάστειον
προάστιον
προαυδάω
προαυλέω
προαύλιον
προαφηγέομαι
προαφικνέομαι
προαφίσταμαι
προβάδην
View word page
προαρπάζω
προαρπάζω fut. σω fut. ξω to snatch away before, Luc.; metaph., πρ. τὸ λεγόμενον to snap at a conclusion, anticipate hastily, Plat.

ShortDef

to snatch away before

Debugging

Headword:
προαρπάζω
Headword (normalized):
προαρπάζω
Headword (normalized/stripped):
προαρπαζω
IDX:
27346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27378
Key:
proarpa/zw

Data

{'content': 'προαρπάζω\n fut. σω\n fut. ξω\n to snatch away before, Luc.; metaph., πρ. τὸ λεγόμενον to snap at a conclusion, anticipate hastily, Plat.', 'key': 'proarpa/zw'}