Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προαποκληρόομαι
προαποκτείνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπόλλυμι
προαποπέμπω
προαποστέλλω
προαποσφάζω
προαποτρέπομαι
προαποφαίνω
προαποχωρέω
προαρπάζω
προασκέω
προάστειον
προάστιον
προαυδάω
προαυλέω
προαύλιον
προαφηγέομαι
προαφικνέομαι
προαφίσταμαι
View word page
προαποχωρέω
προαποχωρέω fut. ήσω to go away before, Thuc.
ShortDef
to go away before
Debugging
Headword:
προαποχωρέω
Headword (normalized):
προαποχωρέω
Headword (normalized/stripped):
προαποχωρεω
IDX:
27345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27377
Key:
proapoxwre/w
Data
{'content': 'προαποχωρέω\n fut. ήσω\n to go away before, Thuc.', 'key': 'proapoxwre/w'}