Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προαποθρηνέω
προαποκάμνω
προαποκληρόομαι
προαποκτείνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπόλλυμι
προαποπέμπω
προαποστέλλω
προαποσφάζω
προαποτρέπομαι
προαποφαίνω
προαποχωρέω
προαρπάζω
προασκέω
προάστειον
προάστιον
προαυδάω
προαυλέω
προαύλιον
προαφηγέομαι
View word page
προαποτρέπομαι
προαποτρέπομαι Mid. to turn aside before, leave off, c. part., προαποτρέπομαι διώκων Xen.
ShortDef
to turn aside before, leave off
Debugging
Headword:
προαποτρέπομαι
Headword (normalized):
προαποτρέπομαι
Headword (normalized/stripped):
προαποτρεπομαι
IDX:
27343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27375
Key:
proapotre/pomai
Data
{'content': 'προαποτρέπομαι\n Mid. to turn aside before, leave off, c. part., προαποτρέπομαι διώκων Xen.', 'key': 'proapotre/pomai'}