προαποτρέπομαι
προαποτρέπομαι
Mid. to turn aside before, leave off, c. part., προαποτρέπομαι διώκων Xen.
{
"content": "προαποτρέπομαι\n Mid. to turn aside before, leave off, c. part., προαποτρέπομαι διώκων Xen.",
"key": "proapotre/pomai"
}