προαποστέλλω
fut. -στελῶ
to send away, dispatch beforehand, or in advance, Thuc.:—Pass. to be sent in advance, Thuc.; but, προαποσταλῆναί τινος ἀποσταλῆναι πρό τινος, Thuc.
{'content': 'προαποστέλλω\n fut. -στελῶ\n to send away, dispatch beforehand, or in advance, Thuc.:—Pass. to be sent in advance, Thuc.; but, προαποσταλῆναί τινος ἀποσταλῆναι πρό τινος, Thuc.', 'key': 'proaposte/llw'}