Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προαποδείκνυμι
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποκάμνω
προαποκληρόομαι
προαποκτείνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπόλλυμι
προαποπέμπω
προαποστέλλω
προαποσφάζω
προαποτρέπομαι
προαποφαίνω
προαποχωρέω
προαρπάζω
προασκέω
προάστειον
προάστιον
προαυδάω
προαυλέω
View word page
προαποστέλλω
προαποστέλλω fut. -στελῶ to send away, dispatch beforehand, or in advance, Thuc.:—Pass. to be sent in advance, Thuc.; but, προαποσταλῆναί τινος ἀποσταλῆναι πρό τινος, Thuc.

ShortDef

to send away, dispatch beforehand

Debugging

Headword:
προαποστέλλω
Headword (normalized):
προαποστέλλω
Headword (normalized/stripped):
προαποστελλω
IDX:
27341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27373
Key:
proaposte/llw

Data

{'content': 'προαποστέλλω\n fut. -στελῶ\n to send away, dispatch beforehand, or in advance, Thuc.:—Pass. to be sent in advance, Thuc.; but, προαποσταλῆναί τινος ἀποσταλῆναι πρό τινος, Thuc.', 'key': 'proaposte/llw'}