Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προαπεχθάνομαι
προαποδείκνυμι
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποκάμνω
προαποκληρόομαι
προαποκτείνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπόλλυμι
προαποπέμπω
προαποστέλλω
προαποσφάζω
προαποτρέπομαι
προαποφαίνω
προαποχωρέω
προαρπάζω
προασκέω
προάστειον
προάστιον
προαυδάω
View word page
προαποπέμπω
προαποπέμπω fut. ψω to send away before, Thuc.:— Mid., Xen.

ShortDef

to send away before

Debugging

Headword:
προαποπέμπω
Headword (normalized):
προαποπέμπω
Headword (normalized/stripped):
προαποπεμπω
IDX:
27340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27372
Key:
proapope/mpw

Data

{'content': 'προαποπέμπω\n fut. ψω\n to send away before, Thuc.:— Mid., Xen.', 'key': 'proapope/mpw'}