Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προαπεῖπον
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
προαποδείκνυμι
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποκάμνω
προαποκληρόομαι
προαποκτείνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπόλλυμι
προαποπέμπω
προαποστέλλω
προαποσφάζω
προαποτρέπομαι
προαποφαίνω
προαποχωρέω
προαρπάζω
προασκέω
προάστειον
View word page
προαπολείπω
προαπολείπω fut. ψω intr. to fail before, i. e. in comparison of, c. gen., Antipho.
ShortDef
to fail before
Debugging
Headword:
προαπολείπω
Headword (normalized):
προαπολείπω
Headword (normalized/stripped):
προαπολειπω
IDX:
27338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27370
Key:
proapolei/pw
Data
{'content': 'προαπολείπω\n fut. ψω\n intr. to fail before, i. e. in comparison of, c. gen., Antipho.', 'key': 'proapolei/pw'}