Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προάπειμι
προαπεῖπον
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
προαποδείκνυμι
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποκάμνω
προαποκληρόομαι
προαποκτείνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπόλλυμι
προαποπέμπω
προαποστέλλω
προαποσφάζω
προαποτρέπομαι
προαποφαίνω
προαποχωρέω
προαρπάζω
προασκέω
View word page
προαπολαύω
προαπολαύω fut. -αύσομαι to enjoy beforehand, Plut.

ShortDef

to enjoy beforehand

Debugging

Headword:
προαπολαύω
Headword (normalized):
προαπολαύω
Headword (normalized/stripped):
προαπολαυω
IDX:
27337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27369
Key:
proapolau/w

Data

{'content': 'προαπολαύω\n fut. -αύσομαι\n to enjoy beforehand, Plut.', 'key': 'proapolau/w'}