Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προαπαντάω
προάπειμι
προαπεῖπον
προαπέρχομαι
προαπεχθάνομαι
προαποδείκνυμι
προαποθνῄσκω
προαποθρηνέω
προαποκάμνω
προαποκληρόομαι
προαποκτείνω
προαπολαύω
προαπολείπω
προαπόλλυμι
προαποπέμπω
προαποστέλλω
προαποσφάζω
προαποτρέπομαι
προαποφαίνω
προαποχωρέω
προαρπάζω
View word page
προαποκτείνω
προαποκτείνω fut. κτενῶ to kill beforehand, Luc.

ShortDef

to kill beforehand

Debugging

Headword:
προαποκτείνω
Headword (normalized):
προαποκτείνω
Headword (normalized/stripped):
προαποκτεινω
IDX:
27336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27368
Key:
proapoktei/nw

Data

{'content': 'προαποκτείνω\n fut. κτενῶ\n to kill beforehand, Luc.', 'key': 'proapoktei/nw'}